23/02/2012

Brazen & Broken

And so they floated, high, soaring the midnight starry sky
Above skyscrapers, fumes and sins of yore
Faith vested, lies exposed and tested
Beliefs of lesser men in the dark, feeling worn.

Passion, like a virus, crawling beneath the skin
While fear consumes the consciousness from within.
The centre refuses its integrity to uphold
And sensing collapse, they plan a relapse
While their amber eyes, bleed tears of gold.

From Fire, the light
Through Water, the depth
In Air, the tumultuous thought.
On Earth they hang lifeless, brazen and broken
Their limbs left soaking as the flame of fortune is sought.

12/02/2012

«21»

Τα παιδιά της γειτονιάς παίζουν στο προαύλιο. Ήταν μία από αυτές τις πολύ ζεστές μέρες του Αυγούστου, όπου όλα λειτουργούσαν σε βασανιστικά αργούς ρυθμούς. Ένα λεπτό φαντάζει σαν μία ώρα και νιώθω όλο και πιο ανήσυχη.
Προσπαθώντας να ξεγελάσω τις σκέψεις μου, συγκεντρώνομαι στις φωνές των παιδιών. Καιρό τώρα προσπαθώ... Προσπαθώ να ξεχάσω τι συνέβη γιατί όσο τριγυρνούν οι αναμνήσεις στο μυαλό μου, βρίσκομαι σε σύγχυση και νιώθω εγκλωβισμένη, και μέσα μου φουντώνει μια ανάγκη να γυρίσω τον χρόνο πίσω, και να βρίσκομαι εκεί, τότε, πριν συμβούν όλα αυτά, πριν την κατάρρευση, πριν την λεγόμενη «Αναγέννηση», πριν χαθούν οι αξίες, πριν βρομίσουν οι ψυχές των ανθρώπων από απληστία, πριν ποτισθούν τα μυαλά τους από εξουσία. Με πλημμυρίζει νοσταλγία για την εποχή όταν η ζωές μας ήταν πλούσιες μέσα από την απλότητα τους.
Τα παιδιά της γειτονιάς παίζουν στο προαύλιο. Οι κραυγές τους τώρα, πιο κοντά από πριν, καλύπτουν τον χτύπο του ρολογιού που είναι κρεμασμένο στον τοίχο. Οι φωνές τους εισχωρούν στο δωμάτιο σαν μία πολύχρωμη συρροή από νότες που σχηματίζουν μια εκστατική μελωδία, οδηγούμενη από έναν επίμονο ρυθμό. Έναν ρυθμό που τον έμαθα καλά, και πού ακόμα και τώρα, μετά από τόσο καιρό, μου προκαλούσε ρίγος.

Έκλεισα τα μάτια μου.

Έναν ρυθμό σχεδόν αγχωτικό, γνώριμο, που με ταξίδευε νοερά σε σκοτεινά μέρη, υγρά και κρύα, όπου ο συνεχής ήχος της σταγόνας που έπεφτε από το μουχλιασμένο ταβάνι σχεδόν με όδεψε στην τρέλα.

Τα παιδιά της γειτονιάς παίζουν στις αυλές των σπιτιών. Πολλές φορές μου συμβαίνει οι καθημερινοί θόρυβοι της πόλης αυτής να με μεταφέρουν εκεί. Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω; Δεν μπορώ, απλά το αποδέχομαι σαν παρελθόν. Ανοίγοντας τα μάτια μου το αποβάλλω, ξέροντας ότι αυτή η εφιαλτική περίοδος τελείωσε, και ότι τώρα βρίσκομαι εδώ.
Κοιτάζοντας γύρω μου, παρατηρώ το δωμάτιο για πολλοστή φορά. Παραμένει το ίδιο φθηνό, ταλαιπωρημένο δωμάτιο που μου έχει υποδείξει η κα. Λαγκάρντ ως την πλέον «εστία» μου με τα παλιά έπιπλα, τις πυκνές κόκκινες κουρτίνες, το ξύλινο ρολόι τοίχου, και το δάπεδο από φθαρμένο παρκέ. Δεν θέλω να είμαι εδώ. Ο αέρας στο δωμάτιο είναι βαρύς και καταθλιπτικός. Ανασαίνω λες και βρίσκομαι σε αυξημένο υψόμετρο. Από την στιγμή που τελείωσαν όλα ένα χρόνο πριν, και μου δόθηκε στέγη σε αυτή την γειτονιά στον Ανατολικό τμήμα της πόλης, είμαι κ’εγώ ένα ακόμα κομμάτι του συστήματος, ένα ακόμα γρανάζι, ένας ακόμα «καθαρός» φάκελος στα αρχεία της «Παράταξης» μετά τον ανασχηματισμό και το καινούργιο status quo της σχεδόν οξύμωρα φερόμενης «Αναγέννησης» που έχει επιβληθεί στο λαό. Η «Αναγέννηση» που επιδίωξε και κατάφερε να σπάσει τις ψυχές των ανθρώπων και να τους στερήσει την σκέψη και την συμπόνια.

Τα παιδιά της γειτονιάς που παίζουν στο προαύλιο παίζουν σε δύο αντίπαλες ομάδες, και η μία φωνάζει ταπεινωτικά συνθήματα στην άλλη, χρησιμοποιώντας γλώσσα σκληρή και προσβλητική. Είναι κουβέντες ενηλίκων με παιδικές φωνές.
Τα παιδιά της γειτονιάς όμως δεν παίζουν στο προαύλιο. Και αυτά τα παιδιά δεν έχουν παίξει ποτέ. Θυμάμαι πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα όταν ήμουν στην ηλικία τους και θλίβομαι κάνοντας την σύγκριση. Έπαιζα με τα παιδιά της γειτονιάς στις αυλές των σπιτιών. Αυτή είναι ίσως και η πιο ουσιαστική πλέον διαφορά των γενεών, υποκινούμενη βεβαίως από την Παράταξη. Παρατηρώντας τα, η συμπεριφορά τους δείχνει άγαρμπη, άγρια και σχεδόν φυλετική, επιθετική και ανταγωνιστική. Οι κανόνες έχουν ως βάσει την επιβίωση του ισχυρότερου, σωματικά αλλά και λεκτικά. Η πιο αδύναμη ομάδα αποχωρεί με κατεβασμένο το κεφάλι και πεσμένο ηθικό, η οποία θα πρέπει να υποστεί μία εβδομάδα χλευασμού από τα υπόλοιπα μέλη του οικοτροφείου. Από την πρώτη κιόλας μέρα τους στο ίδρυμα, τα παιδιά αυτά είναι εκτεθειμένα στην ανέχεια αγάπης και στοργής, ανέχεια ζεστασιάς και αλληλεγγύης μέχρι τα εικοσιένα τους χρόνια. Απλόχερα δε μοιράζονται η αυστηρή πειθαρχία, η ρουφιανιά και ο ατομικισμός. Εκεί λοιπόν, στο «21» της Δυτικής γειτονιάς, ζουν και φοιτούν όλα τα παιδία μεγαλώνοντας με τις νεόφερτες αξίες της Παράταξης.
Και έτσι επιτυγχάνετε ο σκοπός. Ότι στην δικιά μου γενιά κατάφεραν να καταστρέψουν και να ισοπεδώσουν, στην γενιά αυτών των παιδιών δεν υπάρχει καν για να μπορέσει να καταστραφεί.

Ζήτω η «Αναγέννηση».
Και τώρα η κα. Λανγκάρντ μου χτυπάει την πόρτα.

"Ναι Κα. Λαγκάρντ, ξέρω. Θα κατέβω σε λίγο να σας τα φέρω".

Θέλει την εβδομαδιαία δόση της εστίασης μου, που αυξάνετε κάθε μήνα όλο και περισσότερο καθώς η Παράταξη την 'χρειάζεται'. Είναι σαν να την ακούω για άλλη μια φορά:

"Ακούστε δις. Χελλάς. Η αυξήσεις είναι με βάση του συμβολαίου σας. Σας βοηθήσαμε όταν μας είχατε ανάγκη για στέγη, αφού η κατάστασή σας δεν σας επέτρεψε να μείνετε στο Δυτικό τμήμα της πόλης, εσείς μας ζητήσατε να σας παρέχουμε το πακέτο στήριξης, και σας γνωστοποιήσαμε και τις συνέπειες και τις υποχρεώσεις σας στην συνέχεια. Και μην μπαίνετε στον κόπο πάλι να ρωτήσετε προς τι οι συνεχείς αυξήσεις. Η Παράταξη τις χρειάζεται. Με ακούσατε;"

Ναι, την άκουσα. Εγώ όμως, τι χρειάζομαι; Δεν ακούει κανείς.


08/02/2012

The Forest of Forever

So she walked a whisper like walk, weightless and wistful, as her white gown trailed behind her frail footsteps. Her head hung low and the usual sea of thoughts filled her mind. It was no wonder she could not hear the sound of her feet or the rustling of leaves; voices muffled and reverberant, a multitude of shrieks and woes, of secrets and confessions. For the all of eternity this would be her price to pay, in the conscious awake part of her being, in penitence, in restlessness, in the prison of her mind for the crime she had been condemned of. According to her impious fate, now, as it was written in the Scrolls of the Stars, she roamed the Forest of Forever, searching for questions she only knew the answers to. ‘Balance’. She sought the equilibrium of Balance.

The voices were never discernible. The voices were always there. Day in, day out. Her dreams were her only haven. She solaced in the revelry of her subconscious escapades where she would be free from fear, free from frustration. ‘In Somnii, Veritas. Per Somnii, Libertas.’ She had no other place to go than to retreat to her core at nightfall, in the midst of the Forest and seek redemption for her scarred soul. 

On a typical day she would hear four, all caught up in argument and in contradiction and debate on a variety of issues and amongst each other. On good days she would hear conversations of three and their vehement ramblings on intense sentiment, on hopeless romantic antics, and on the power of unrequited love. This had an acute comic element which she found endearing and actually barely dared to admit that she enjoyed. She would always smile on those days. On the worst days however, there would be only two voices, one of a victim and one of a tormentor. The victim would often change, but the tormentor was the same. The tormentor’s voice was the only one that occasionally haunted her subconscious being. The high-pitched shrill voice that made her eyes stream with tears and her hands feel as cold as ice, was always the same. On the bad days and on the bad nights.
After the bad days, the bad nights ensued taking the form of nightmares beyond precedent, images of torture and suffering, sounds of shrieking metal and scorched skin in Winter's baneful time. Cries of lament and fear and grief, yells of yearning and screams begging for forgiveness and mercy that never came. Why was there such wickedness in this world? Was it necessary to experience the pain and anguish as a way of identifying the good and virtuous and happy? She felt tired and exhausted.  She wanted all of this to go away. She wanted everything to be pure and pristine and primeval for a change. However, she had long ago ceased to question the reasons behind this faltering fate of hers. In Limbo, each suffered their own anguish for their sins of Yore.

Yet, there was a way. 

In the days that followed the bad nights a reassuring calm prevailed in her mind; absolute silence. These were the days she treasured, when she could hear the rattling of the leaves by the gentle gust of the wind, the ripples of the water at the riverbank as she ran her fingers on its glassy surface while gazing at her reflection. These were the few days when she remembered what it was like for her pale face to be graced by the warm rays of sun light, when she could hear not internal sounds, but the sounds of the Forest of Forever. Home to others apart from herself, on these days she longed for contact with sparrows and robins, with deer and fox, but most of all, with the Gray Wolf. There was something familiar about him which she yet could not place as he kept his distance and observed her from afar, from the other side of the river. She had not crossed the river. Not once.  Not yet. Could it be that there lay the questions, to which she knew the answers? 

She had not dared because the North side of the river was a most unwelcoming land. A land of great wilderness and dense woodland, where the trees were the tallest she had ever laid eyes on and the rough landscape was barren and at the peak of the mountains above the trees' canopy, almost lunar. She feared that was the place the voices in her head emanated from as she felt a jolt of alarm each time she approached the silver waters that separated the two banks. But perhaps, perhaps, she should make an attempt to cross. There is nothing left for her on this side, no questions to answer or codes to decipher, no balance to be restored.  

The key to the equilibrium lay over there, she was now convinced. 

And yes, for the first time on the next full moon, she would cross.